-
1 χύμα
χύμα, τό, das Ausgegossene, der Guß, Fluß, Strom; D. Sic. 17, 74; νιφάδος χύμα πάμπολυ Alciphr. 1, 23; übh. Flüssigkeit, Arist. H. A. 5, 19. – [Υ nach Drac. immer kurz, also χῠμα falscher Accent.]
-
2 χυμα
-
3 χύμα
χύμαthat which is poured out: neut nom /voc /acc sg -
4 χύμα
χύμα τοпростое чтение молитвы или священного текста чтецом на богослужении (не пропевая слова) -
5 χύμα
A that which is poured out or flows, fluid, Arist. HA 550b27, D.S.17.75; evenχ. νιφάδος Alciphr.1.23
; χ. τέσσαρα, viz. the hot, cold, moist, and dry, Ptol.Tetr.19.2 ingot, bar, IG7.303.104 (Orop., iii B. C.);χ. χρυσοῦν Inscr.Délos442
B6 (ii B. C.), [ χρυσίου] ib.1432Abi17 (Delos, ii B. C., pl.), cf. Agatharch.28.3 metaph., confused mass,τῶν ἀριθμῶν LXX 2 Ma.2.24
; aggregate, Theol.Ar.34; crowd, πρεσβυτέρων καὶ νεωτέρων Aristeas14.4αὐτὰ τὰ χ. τῶν σφαιρῶν
materials, constituents,Phlp.
in Mete.26.8; τοῦ χ. αὐτοῦ τῶν σφαιρῶν ἡ οὐσία ib.4.2. -
6 χύμα
χύμα, τό, das Ausgegossene, der Guß, Fluß, Strom; übh. Flüssigkeit -
7 χύμα
1. επί θ. ακλ.1) разливной;τό χύμα κρασί — разливное вино;
2) развесной (о хлебе, сахаре и т. п.);2. επίρρ. 1) как попало, беспорядочно, в беспорядке; 2) в разлив; в развес, на вес;αυτό το κρασί πουλείται χύμα — это вино продаётся в разлив;
3. (τό) уст. скат, спуск -
8 χύμα
[хима] εκίρ. беспорядочно, как попало.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χύμα
-
9 χύμα
[хима] ουσ. о. что-либо пролитое, просыпанное,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χύμα
-
10 χύμα
-ατος τό N 3 0-1-0-0-1=2 1 Kgs 5,9; 2 Mc 2,24confused mass 2 Mc 2,24; largeness, overflow (of heart) 1 Kgs 5,9 -
11 χύμα
[хима] επίρ беспорядочно, как попало. -
12 χύμα
[хима] ουσ ο что-либо пролитое, просыпанное. -
13 χύμα
dökme, açık (satılan) -
14 πρό-χυμα
-
15 παρά-χυμα
παρά-χυμα, τό, das Zugegossene, E. M. 172, 13.
-
16 παρ-έγ-χυμα
παρ-έγ-χυμα, τό, das Nebenhineingegossene, Sp.; Erasistratos nannte so die eigenthümliche Substanz der Lunge, Leber, Nieren und Milz, gleichsam ein Füllsel, das sich aus dem Blute der sich in diese Theile ergießenden Adern gebildet habe, im Ggstz des Fleisches, der Muskel, σάρξ.
-
17 περί-χυμα
περί-χυμα, τό, das Herumgegossene, Sp., z. B. Schol. Il. 23, 561.
-
18 κατά-χυμα
-
19 διά-χυμα
-
20 ἀπό-χυμα
ἀπό-χυμα, τό, das Abgegossene, Tim. Locr. 100 a.
См. также в других словарях:
χύμα — that which is poured out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύμα — ύματος, το, ΝΜΑ, και χῡμα Α νεοελλ. 1. (ως άκλ. επίθ.) (για εμπορεύματα και άλλα υλικά) αυτός που δεν είναι συσκευασμένος (α. «πουλάει χύμα κρασί» β. «αγόρασα ρύζι χύμα») 2. (ως επίρρ.) ανάκατα, σωρηδόν («τοποθέτησε όλο το φορτίο χύμα») 3. η… … Dictionary of Greek
χύμα — 1. για εμπορεύματα, ως επίθ. άκλ., χωρίς διάκριση γένους, αυτό από το οποίο αγοράζει κανείς όση ποσότητα θέλει: Προτιμάει τη χύμα ζάχαρη παρά αυτήν που είναι σε πακέτα. 2. ως επίρρ. τροπ., σωρηδόν, ανάμεικτα: Τους τα είπα χύμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χυμάτων — χύμα that which is poured out neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύμασι — χύμα that which is poured out neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύμασιν — χύμα that which is poured out neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύματα — χύμα that which is poured out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύματι — χύμα that which is poured out neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύματος — χύμα that which is poured out neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
χυμάτιον — τὸ, ΜΑ [χύμα, ατος] μσν. φρ. «χυμάτιον στύρακος» μικρή ποσότητα, βώλος από ρητινώδες κόμμι τού αρωματικού φυτού στύραξ αρχ. μικρό χύμα, μικρός όγκος μετάλλου … Dictionary of Greek